- είκω
- εἴκω (Α)1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω, επιτρέπω7. απρόσ. επιτρέπεται, είναι δυνατό8. φρ. «εἴκω τινί τι» — είμαι κατώτερος σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα είκω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *weik- «λυγίζω, στρίβω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. vijate «φεύγω», που αποτελεί συνεσταλμένη βαθμίδα τής αρχικής ρίζας καθώς και με αγγλοσαξ. wīcan «υποχωρώ» και αρχ. γερμ. wīhhan «υποχωρώ», τα οποία όμως ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *weig-. Τόσο η ρίζα *weik- όσο και η ρίζα *weig- αποτελούν προϊόντα παρεκτάσεως από μια αρχική ρίζα *wei-].
Dictionary of Greek. 2013.